- πλινθοποιείο(ν)
- το кирпичный завод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλινθοποιείο — το, Ν τεχνολ. βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση για την κατασκευή πλίνθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποιείον, μαρτυρείται από το 1893 στον Α. Παπαδιαμάντη] … Dictionary of Greek
πλινθείο — το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο αρχ. 1. βάση στήλης ή αγάλματος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών 4. πλαίσιο παραθύρου 5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού… … Dictionary of Greek
πλινθουργείο — το / πλινθουργεῖον, ΝΑ, και πλινθούργιον Α [πλινθουργός] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο … Dictionary of Greek
πλινθούλκιον — τὸ, Α [πλινθουλκός] πλινθοποιείο … Dictionary of Greek